- υποπέζιο
- το / ὑποπέζιος, -ία, -ον, ΝΑνεοελλ.το ουδ. ως ουσ. το υποπέζιομικρή λωρίδα από δέρμα ή από ύφασμα που συγκρατεί τα σκέλη τού παντελονιού τών ιππέων κάτω από τα πέλματααρχ.1. αυτός που βρίσκεται κάτω από τα πόδια2. μτφ. υποδεέστερος, δευτερεύων3. το θηλ. ως ουσ. ἡ ὑποπεζία(κατά τον Ησύχ.) ταπείνωση.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + -πέζιος (< πέζα* < *πέδjα, δωρ. τ. τής λ. πούς), πρβλ. περιπέζιος. Η λ. με την νεοελλ. σημ., στον πληθ. ὑποπέζια, μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Εστία].
Dictionary of Greek. 2013.